- αμφίπλευρος
- -η, -ο (Α ἀμφίπλευρος, -ον)νεοελλ.αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψειςαρχ.(για θύρα) αυτή που έχει δύο πλευρές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -πλευρος < πλευρά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιπλεύρους — ἀμφίπλευρος with traverses on both sides masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek